κυβιστητήρ

κυβιστητήρ
κυβιστητήρ, -ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ]
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ' αὐτοὺς μολπῆς ἐξάρχοντες ἐδίνευον κατὰ μέσσους», Ομ. Ιλ.)
2. δύτης
3. αυτός που πέφτει με το κεφάλι («ἡμῶν τ' ἐς οὖδας εἶδες ἂν πρὸ τειχέων πυκνοὺς κυβιστητῆρας ἐκπεπνευκότας», Ευρ.)
4. ως επίθ. αυτός που κυλιέται («κυβιστητήρι καρήνῴ», Νόνν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κυβιστητήρ — tumbler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρα — κυβιστητήρ tumbler masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρας — κυβιστητήρ tumbler masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρε — κυβιστητήρ tumbler masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρες — κυβιστητήρ tumbler masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρι — κυβιστητήρ tumbler masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητῆρος — κυβιστητήρ tumbler masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστητήρων — κυβιστητήρ tumbler masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυβιστής — κυβιστής, ὁ (AM) μσν. πιθ. κυβευτής αρχ. θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστητήρ, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”